Φίλητος

Φίλητος
5372 Φίλητος
{собств., 1}
Филит (достойный любви).
Один из еретиков и отступников (по-видимому, гностиков), отвергавших воскресение тела и тем разрушавших веру в других (2Тим. 2:17).*

Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией. — Житомир, Украина. . 2006.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "Φίλητος" в других словарях:

  • φιλητός — to be loved masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλητός — Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Συγκλητικός, ο οποίος μαρτύρησε επί Αδριανού (117 138) στην Ιλλυρία, μαζί με τη σύζυγό του Λυδία, τα παιδιά του Θεοπρέπιο και Μακεδόνα, τον δούκα Αμφιλόχιο και τον κομενταρήσιο Κρονίδη. Η μνήμη του τιμάται… …   Dictionary of Greek

  • φιλητόν — φιλητός to be loved masc acc sg φιλητός to be loved neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλητοῖς — φιλητός to be loved masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλητοί — φιλητός to be loved masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλητούς — φιλητός to be loved masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλητᾶς — φιλητός to be loved fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλητῆς — φιλητός to be loved fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλητέ — φιλητός to be loved masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλητή — φιλητός to be loved fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλητῶς — φιλητός to be loved adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»